Αντισυνταγματικός ο περιορισμός της Θρησκευτικής Λατρείας

ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ Ο ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

Όπως είναι γνωστό, τα περιοριστικά μέτρα της Κυβέρνησης με αφορμή την εμφάνιση του κορονοϊού επεκτάθηκαν, πλήν άλλων και στην Ορθόδοξη Χριστιανική λατρεία. Αρχικά, απο 16 Μαρτίου μέχρι και 30 Μαρτίου, σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 2867/Υ1/16-3-2020 (Β’ 872) κοινή απόφαση των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υγείας απαγορεύθηκε στο σύνολο της Ελληνικής Επικράτειας, η τέλεση κάθε είδους λειτουργίας και ιεροπραξίας σε όλους τους χώρους θρησκευτικής λατρείας. Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθμόν Δ1α/ΓΠ/οικ.21285/20 (ΦΕΚ-1082 Β/29-3-20) ΚΥΑ παρατάθηκε η ανωτέρω απαγόρευση μέχρι και τις 11.4.2020. Στις 6 Απριλίου εκδόθηκε νέα κοινή υπουργική απόφαση (Δ1α/ΓΠ.οικ.23093/6-4-2020 (ΦΕΚ Β’1178), με την οποία απαγορεύθηκε έως και 20.4.2020, η τέλεση, με την παρουσία φυσικών προσώπων, κάθε είδους λειτουργιών, λατρευτικών συνάξεων, ιεροπραξιών και πάσης φύσεως θρησκευτικών τελετών σε όλους ανεξαιρέτως τους χώρους θρησκευτικής λατρείας, ανεξαρτήτως μεγέθους και χωρητικότητάς τους, στο σύνολο της Επικράτειας. Επιτράπηκε αποκλειστικά και μόνον η πραγματοποίησή τους απο τους θρησκευτικούς λειτουργούς με το αναγκαίο βοηθητικό προσωπικό, υπό ειδικότερους περιορισμούς. Σύμφωνα με την κοινή υπουργική απόφαση Δ1α/ΓΠ.οικ. 25763/2020 (ΦΕΚ 1471/Β/16-4-2020), αποφασίστηκε η παράταση της απαγόρευσης για το χρονικό διάστημα έως και την 28.4.2020 και ήδη, με νέα ΚΥΑ αποφασίστηκε η παράταση των απαγορευτικών μέτρων έως και την 3.5.2020.
Με την απαγόρευση αυτή βιώσαμε τα πρωτόγνωρα φαινόμενα: «κλειστές οι εκκλησίες», «ανοικτές εκκλησίες, αλλά οχι για πιστούς», «κεκλεισμένων των θυρών οι λειτουργίες του Πάσχα», ιδιαιτέρως μάλιστα κατά τις Κυριακές εκάστου εβδομάδας, κατά την περιόδο των ιερών εορτών και των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας και του Πάσχα και άλλων μεγάλων εορτών που ακολούθησαν (Αγίου Γεωργίου, Ζωοδόχου Πηγής, Κυριακή του Θωμά κλπ.), καθώς επίσης της Κυριακής εκάστης εβδομάδος.
Ήδη, κατά το πρόσφατο διάγγελμά του ο πρωθυπουργός γνωστοποίησε οτι οι εκκλησίες θα ανοίξουν στις 4 Μαΐου για ατομική λατρεία και ότι από την Κυριακή 17 Μαΐου οι πιστοί θα μπορούν να συμμετέχουν και στη Θεία Λειτουργία και στις υπόλοιπες ακολουθίες. Ανεξάρτητα απο την δέσμευση αυτή, η εφαρμογή της οποίας θα εξετασθεί υπό το πρίσμα των γεγονότων, είναι γεγονός οτι προς εφαρμογή των ανωτέρων μέτρων, εκδόθηκε σωρεία διοικητικών προστίμων εις βάρος πιστών συμπολιτών μας, υπό την απειλή ακόμα και των ποινικών κυρώσεων που προβλέπει το άρθρο 285 του ποινικού κώδικα, σύμφωνα με το οποίο είναι αξιόποινη και τιμωρείται η παραβίαση των μέτρων που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας. Με τα δεδομένα αυτά σχηματίστηκαν ποινικές δικογραφίες, πρωτίστως προς τους θρησκευτικούς λειτουργούς και ιεράρχες μας, όπως ενδεικτικά, στην περίπτωση της δικογραφίας που σχηματίστηκε στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας σε βάρος του Μητροπολίτη Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων Νεκτάριου. Δικογραφία είχε σχηματιστεί επίσης εις βάρος του Μητροπολίτη Κυθήρων Σεραφείμ, με αφορμή την τέλεση της ιερής ακολουθίας των Χαιρετισμών στον Μητροπολιτικό ναό του Εσταυρωμένου στη Χώρα των Κυθήρων.
Πλήν όμως, οι ποινικές κυρώσεις του άρθρου 285 του ποινικού κώδικα, κατά την άποψη του γράφοντος, δεν έχουν πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση παραβίασης των μέτρων που προβλέφθηκαν με τις ανωτέρω Υπουργικές Αποφάσεις, καθότι οι τελευταίες τυγχάνουν μη νόμιμες, υπό το πρίσμα των διατάξεων του Συντάγματος που αποτελεί τον υπέρτατο νόμο του Κράτους, με νομική υπεροχή απέναντι σε όλους τους άλλους κανόνες δικαίου.
Προϋπόθεση εφαρμογής των ποινικών κυρώσεων του άρθρου 285 Π.Κ. είναι η νομιμότητα της πράξης της Αρχής, την οποία ερευνά ο δικαστής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Τούτο είναι σαφές, καθότι το άρθρο 285 Π.Κ. δεν περιγράφει την αξιόποινη απαγορευμένη συμπεριφορά, αλλά την αποδίδει με τον όρο παραβίαση μέτρων, παραπέμποντας σε άλλες νομικές διατάξεις ή νόμιμες διαταγές της αρχής, δηλαδή πρόκειται περί λευκού ποινικού νόμου (Μπουρόπουλος, “Ερμ. ΠΚ~ τ. Β`, 1960, σελ. 430, 428, Γάφος “Ειδικό Μέρος”, τ. Γ`, 1961, σελ. 132). Βασικό μέλημα του δικαστή είναι ο εντοπισμός των διατάξεων του νόμου ή της αρμόδιας αρχής, οι οποίες καθορίζουν τα μέτρα αποτροπής της συγκεκριμένης μεταδοτικής ασθένειας και ο έλεγχος της συνταγματικότητάς τους.
Το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει ουσιαστικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στην προστασία των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, στις ατομικές ελευθερίες και στα δικαιώματα ομαδικής δράσης, που, ακριβώς επειδή διασφαλίζονται στο επίπεδο του Συντάγματος, αντιτάσσονται προς όλα τα συντεταγμένα κρατικά όργανα και περιορίζουν τη δράση και τις επιλογές του κοινού νομοθέτη και της Διοίκησης, ενώ εφαρμόζονται κατά τρόπο άμεσο και υποχρεωτικό από το δικαστή, κάθε φορά που αυτός έρχεται σε επαφή με σχετικές διαφορές ή υποθέσεις. Η βασική διάταξη του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος οριζει: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Η πρόβλεψη αυτή αποτυπώνει τη νομική υπεροχή και προτεραιότητα των συνταγματικών διατάξεων έναντι όλων των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, την άμεση εφαρμογή του Συντάγματος από το δικαστή, ο οποίος ενεργεί ως αποδέκτης των συνταγματικών επιταγών και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών που θεωρήθηκε αναπόσπαστο τμήμα της ανεξάρτητης δικαιοδοτικής λειτουργίας.
Οι ανωτέρω Υπουργικές Αποφάσεις έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα για τους ακόλουθους λόγους:
1) Η έκδοσή τους προβλέφθηκε με την απο 25.02.2020/2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία εκδόθηκε κατά παράβαση του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, το άρθρο 13 του Συντάγματος προβλέπει οτι η θρησκευτική λατρεία τελείται ανεμπόδιστα. Στο άρθρο 48 του Συντάγματος προβλέπεται η κατ’ εξαίρεση έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, για να αντιμετωπιστούν επείγουσες ανάγκες σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Υπο τις περιστάσεις αυτές η Βουλή μπορεί να αναστείλει την ισχύ ορισμένων συνταγματικών διατάξεων, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά και συγκεκριμένα, στις οποίες όμως δεν περιλαμβάνεται το άρθρο 13 του Συντάγματος. Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει κάνει δεκτό οτι η έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου επιτρέπεται μόνο ως προς ορισμένες συνταγματικές διατάξεις, καθώς επίσης οτι κανόνας δικαίου, τιθέμενος από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων, είναι ανίσχυρος και δεν μπορεί, με τη μορφή του αυτή, να ισχυροποιηθεί ούτε με αναδρομική κύρωσή του με νόμο. Συνεπώς, το άρθρο 1 παρ. 2 περ. στ της απο 25.02.2020/2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου που προβλέπει την δυνατότητα προσωρινής απαγόρευσης της λειτουργίας, πλήν άλλων, των χώρων της Ορθόδοξης Θρησκευτικής Λατρείας, δηλαδή την αναστολή του δικαιώματος του άρθρου 13 του Συντάγματος, τέθηκε κατά παράβαση του άρθρου 48 του Συντάγματος και είναι ανίσχυρο.
Απο τις ανωτέρω διατάξεις (άρθρο 13 παρ. 2 και 48 του Συντάγματος) συνάγεται οτι το δικαίωμα της ελευθερίας στην ορθόδοξη θρησκευτική λατρεία είναι απόλυτο, μη επιδεχόμενο περιορισμούς κάτω από οποιοδήποτε συνθήκη, ούτε ακόμα σε κατάσταση της χώρας σε συνθήκες πολέμου.
2) Σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος, στον «σκληρό πυρήνα» των συνταγματικών διατάξεων, που δεν επιτρέπεται η αναθεώρησή τους, περιλαμβάνεται, πλήν άλλων, εκείνη του άρθρου 13 παρ. 1 που ορίζει οτι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Στο άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και στο άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου γίνεται λόγος για “ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας” και για τις εν γένει πεποιθήσεις. Συναφές περιεχόμενο έχει και η “Τελική Πράξη της Διασκέψεως ασφαλείας και συνεργασίας στην Ευρώπη” που υπογράφηκε στο Ελσίνκι. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, περιλαμβάνει, πλήν άλλων, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι για θρησκευτικούς σκοπούς, καθώς επίσης το δικαίωμα καθενός να αποκρούει οποιαδήποτε ενέργεια έρχεται σε αντίθεση με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Ως προς το τελευταίο, στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αντίκειται κατ’ αρχήν κάθε είδος εξαναγκασμού σε πράξη ή παράλειψη που δεν συμπορεύεται με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ατόμου. Απαγορεύεται λοιπόν ο εξαναγκασμός σε θρησκευτική αποχή ή η αναγκαστική παρακώλυση συμπεριφοράς, η οποία υπαγορεύεται απο τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ενός ατόμου.
3) Σύμφωνα με το προοίμιο του Συντάγματος, το ισχύον «ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ» θεσπίστηκε και υφίσταται «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Στο άρθρο 3 του Συντάγματος που φέρει τίτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας» ορίζεται οτι «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Aνατολικής Όρθόδοξης Εκκλησίας του Xpιστού, που τηρεί απαρασάλευτα τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Aρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο». Οι αναφορές αυτές συναρτώνται με τον καίριο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού μέχρι σήμερα. Ο συνταγματικός νομοθέτης ακολουθεί πιστά την συνταγματική παράδοση του τόπου μας, αφού από τα πρώτα συνταγματικά κείμενα της επαναστατημένης Ελλάδος ήταν ψηφισμένα στο όνομα τού Τριαδικού Θεού. Τα ανωτέρω αποτελούν συγχρόνως διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι την θρησκεία αυτήν πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, με τα μέλη της να αποτελούν στατιστικώς, ανάλογα με την πηγή, από το 81,4% ως το 90% του πληθυσμού, ενώ δεν στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως π.χ. η καθιέρωση ορθόδοξων χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα (παραβ. και Ολομ. ΣτΕ 100/2017). Συνεπώς, το Σύνταγμά μας, αν και δεν δεσμεύει την θρησκευτική ελευθερία κανενός άλλου θρησκεύματος, ουσιαστικά καθιστά μη ανεκτή την εξίσωσή του με την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία, ως επικρατούσα θρησκεία, καθιστώντας μη ανεκτή την οριζόντια και αδιάκριτη επιβολή μέτρων, με τις ανωτέρω Υπουργικές Αποφάσεις.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Επίσης, στο άρθρο 1 παρ. 2 της απο 25-2-2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου προβλέπεται οτι κατά την επιβολή των μέτρων επιλέγεται από τα αρμόδια όργανα το ηπιότερο δυνατό για την εκπλήρωση του σκοπού του, υπό το πρίσμα της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Πλήν όμως, οι ανωτέρω Υπουργικές Αποφάσεις παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, για τον λόγο οτι η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιπροσωπεύει την συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού.
4) Οι Υπουργικές Αποφάσεις παραβιάζουν το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την θρησκευτική συνείδηση, καθότι προτάσσουν την επιστήμη, η οποία είναι ανθρώπινο δημιούργημα, έναντι της παντοδυναμίας του Θεού, μάλιστα με κρατικό εξαναγκασμό, αφού απαγορεύουν την συμμετοχή στις λειτουργίες και ιεροπραξίες στους Ορθόδοξους Ιερούς Ναούς, την οποία παρουσιάζουν ως εγκυομνούσα θανάσιμο κίνδυνο, παρά το ότι το δικαίωμα στη θρησκευτική συνείδηση προστατεύεται ρητά από το Σύνταγμα και είναι τόσο κρίσιμο ώστε περιλαμβάνεται στις Συνταγματικές διατάξεις που δεν επιδέχονται αναθεώρηση.
5) Στο άρθρο 3 του Συντάγματος που φέρει τίτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας» προβλέπεται οτι η Aνατολική Όρθόδοξη Εκκλησία είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Aρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Κατά συνέπεια, μόνο η Ιερά Σύνοδος έχει δικαίωμα να αποφασίσει για το ζήτημα της τέλεσης της θείας λειτουργίας. Συνεπώς, αναρμοδίως εκδόθηκαν οι ανωτέρω Υπουργικές Αποφάσεις, γεγονός που αφαιρεί την δυνατότητα επιβολής των ποινικών κυρώσεων του άρθρου 285 Π.Κ., που έχει ως προϋπόθεση την αρμοδιότητα του οργάνου που διέταξε τα μέτρα.
Ευελπιστούμε οτι η Δικαιοσύνη, κατά τον χειρισμό των σχετικών υποθέσεων που αναμένεται άμεσα η εκδίκασή τους, θα ανταποκριθεί στο ιστορικό κάλεσμα για αποκατάσταση της Συνταγματικής νομιμότητας και προστασία απο ένα τόσο δραστικό περιορισμό που πληγώνει τη δημοκρατία και το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού.

Χριστοδουλάκης Κωνσταντίνος
Δικηγόρος Ηρακλείου-Κρήτης